λιμιτοτρόφος

λιμιτοτρόφος
λιμιτοτρόφος, -ον (Μ)
προμηθευτής τών στρατευμάτων τών συνόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμιτον + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο-τρόφος, κουρο-τρόφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”